- γυναικομανῶ
- γυναικομανέωto be mad for womenpres subj act 1st sg (attic epic doric)γυναικομανέωto be mad for womenpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γυναικομανώ — γυναικομανῶ ( έω) (Α) είμαι γυναικομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + μανώ < μανής < μαίνομαι] … Dictionary of Greek
-μανώ — (AM μανῶ) β συνθετικό ρημάτων που σημαίνουν έντονη ενέργεια ή διάθεση για κάτι, από αρχ. και μετγν. σύνθετα σε μανής* (πρβλ. ξενομανώ < ξενομανής, θηλυμανώ < θηλυμανής).Σύνθετα σε μανώ: ερωτομανώ, λυσσομανώ αρχ. ανδρομανώ, ασελγομανώ,… … Dictionary of Greek